- πολλοστως
- πολλοστῶςв очень небольшой степени
(δευτέρως καὴ π. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δευτέρως καὴ π. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολλοστώς — Α επίρρ. βλ. πολλοστός … Dictionary of Greek
πολλοστῶς — πολλοστός far on in the ordinal series first adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… … Dictionary of Greek